συνεπεσπόμην

English (LSJ)

Ion.aor. of συνεφέπομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεσπόμην: Ἰων. ἀόρ. τοῦ συνεφέπομαι.

Greek Monotonic

συνεπεσπόμην: Ιων. αόρ. βʹ του συνεφέπομαι.