συνημίτονο

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

το, Ν
μαθημ. το ημίτονο του συμπληρώματος μιας γωνίας, που συμβολίζεται με συν ή cos.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ημίτονο. Η λ., στον λόγιο τ. συνημίτονον, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη].