συνονόματος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το ίδιο βαπτιστικό όνομα με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + όνομα, -ατος].