συνοφρύωσις

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source

Greek Monolingual

η, Ν
συνοφρύωση, συνοφρύωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοφρυώνομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνοφρύωσις, μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].