σόλα

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

η, Ν
πέλμα υποδήματος από χοντρό δέρμα, κάττυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. sola < λατ. solea «σάνδαλο»].