σύρρυσις

English (LSJ)

v. σύρρευσις.

German (Pape)

ἡ, = σύρρευσις, ὄμβρων, Pol. 9.43.5.

Russian (Dvoretsky)

σύρρῠσις: εως ἡ Polyb., Diod. = σύρρευσις.

Greek (Liddell-Scott)

σύρρῠσις: ἡ, ἴδε σύρρευσις.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α
βλ. σύρρευσίς.