τίλημα

English (LSJ)

-ατος, τό, a thin stool, EM187.25.

German (Pape)

[Seite 1113] τό, dünner Stuhlgang, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

τίλημα: [ῑ], τό, ὑγρὸν ἀποπάτημα, «τσίρλα», Μέγ. Ἐτυμολ. 187, 25.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τιλῶ
υδαρές αποπάτημα, τσίρλα.