τιγράνθρωπος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

ο, Ν
άνθρωπος που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, έχει τη μορφή ή τις ιδιότητες τίγρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη].