τιλία

Greek Monolingual

και τίλια και τιλιά, η, Ν
βοτ. η φλαμουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tilia < νεολατ. tilia < λατ. tilia «φιλύρα»].