τσουλούφι

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

και τζουλούφι, το, Ν
τούφα μαλλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zuluf].