τύραννα
Greek Monolingual
τα, Ν
βάσανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τυραννώ (πρβλ. βασανώ: βάσανα)].
Russian (Dvoretsky)
τύραννα: τά
1) (sc. ἔργα) царские дела: τ. δρᾶν Soph. поступать как царь, т. е. обладать царской властью;
2) (sc. δώματα) царский дворец Eur.