ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ο, Νσωλήνας διοχέτευσης νερού, υδραγωγός σωλήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + σωλήνας. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. ὑδροσωλῆνες, μαρτυρείται από το 1894 στο περιοδικό Παρνασσός].