υπατικός

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὕπατος (II)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», Πλούτ.)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.).