υπεσχημένος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός για τον οποίο έχει δοθεί υπόσχεση («δεν δόθηκαν οι υπεσχημένες αυξήσεις τών μισθών»)
2. (το ουδ. ως ουσ., ιδίως, στον πληθ.) τα υπεσχημένα
οι υποσχέσεις («η κυβέρνηση δεν τήρησε τα υπεσχημένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του αρχ. παρακμ. ὑπέσχημαι του ρ. ὑπισχνοῦμαι].