φαιότης

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek (Liddell-Scott)

φαιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ φαιός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α φαιός
η ιδιότητα του φαιού.

Russian (Dvoretsky)

φαιότης: ητος ἡ темная окраска, серый тон Arst.