Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
φαιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ φαιός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.
-ητος, ἡ, Α φαιόςη ιδιότητα του φαιού.
φαιότης: ητος ἡ темная окраска, серый тон Arst.