φαντασιαστικόν

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Russian (Dvoretsky)

φαντᾰσιαστικόν: τό фантазия, воображение Plut.