φαρμακευτική

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. φαρμακευτικός.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκευτική: ἡ (sc. τέχνη) учение о лекарственных средствах Diog. L.