φεμινιστής

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ο, θηλ. φεμινίστρια, Ν
οπαδός του φεμινισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feministe (βλ. και λ. φεμινισμός)].