φενακιστικώς
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
φενακιστικώς, φενακιστικῶς ΝΑ, και φενακιστικά Ν
με φενακιστικό, απατηλό τρόπο· βλ. φενακιστικός.
φενακιστικώς, φενακιστικῶς ΝΑ, και φενακιστικά Ν
με φενακιστικό, απατηλό τρόπο· βλ. φενακιστικός.