φεουδαρχισμός

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
η φεουδαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεουδάρχης / φεουδαρχία + κατάλ. -ισμός].