φιλεραστὴς

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεραστὴς: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἐραστὴν ἢ ἀρεσκόμενος νὰ ἔχῃ ἐραστὰς, Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 26.