φιλοστόνως

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Russian (Dvoretsky)

φιλοστόνως: с непрерывными стенаниями (ἐπεύχεσθαι θεοῖς Aesch.).