φλοισμός

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

Greek (Liddell-Scott)

φλοισμός: -οῦ, ὁ, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ φλοιοῦ, «ξεφλούδισμα», Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.