φυσιγγοθήκη

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

η, Ν
στρ. θήκη για φυσίγγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].