φωλεώδης

English (LSJ)

ες, like a hole, χειά dub.l. in Plu.2.418a.

German (Pape)

[Seite 1321] ες, höhlenartig, wie ein Schlupfwinkel, Plut. def. or. 14.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à une caverne, à une tanière.
Étymologie: φωλεός, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φωλεώδης: похожий на логовище, пещерный (τοῦ δράκοντος χειά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φωλεώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φωλεόν, Πλούτ. 2. 418Α.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φωλεός / φωλεά
(αμφβλ. λ.) όμοιος με οπή ή με φωλιά ζώου.