χαρισματικός

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν χάρισμα, -ίσματος]
αυτός που έχει πολλά χαρίσματα, πολλά προσόντα («χαρισματικός ηγέτης»).