χειροτεχνική

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Russian (Dvoretsky)

χειροτεχνική: ἡ (sc. τέχνη) ремесло, ручной труд Plat.