χερμαδία

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

ἡ, Α
χερμάδιον, πέτρα που βάλλεται κατά του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, -άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. του ουδ. χερμάδιον.