χοινίκι

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

το / χοινίκιον, ΝΑ [[χοῑνιξ, χοίνικος]]
νεοελλ.
το σοινίκι
αρχ.
1. υποκορ. του χοῖνιξ
2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης.