χορδοτομία

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εγχειρητική διατομή δεματίου του νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chordotomy < χορδή + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].