χρονικής

Greek Monolingual

Ν
επίρρ. σε όλη τη διάρκεια του χρόνου ή χρονιά παρά χρονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονικός (< χρόνος). Η λ. έχει διαλ. προέλευση].