ἀγιστής

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγιστής: «ὑβριστής», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

ὑβριστής Hsch., cf. ἁγίτης.