ἀμβροσιοδότης

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβροσιοδότης: ὁ, ὁ ἀμβροσίαν διδούς, Θ. Λάσκ. σ. 770, ἔκδ. Μί.