ἀναλεκτήριον

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλεκτήριον: τό, ποιμενικὴ πήρα, Ἀκύλ. Βασ. Α΄, ιζ΄, 40.

Spanish (DGE)

-ου, τό saco, morral Aq.1Re.17.40.