ἀναρρήσσω

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀναρρήσσω: атт. ἀναρρήττω разрывать, вспарывать (τῷ κέρατι τὴν σάρκα Diod.).