ἀναχαιτισμός
English (LSJ)
ὁ, = ἀναχαίτισμα, Lyd. Mag. 2.15, 3.52.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
contención τῶν πολεμίων Lyd.Mag.2.15, τῶν βαρβάρων Lyd.Mag.3.52.
German (Pape)
[Seite 215] ὁ, dass., Sp., z. B. Io. Lyd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαιτισμός: ἀναχαίτισις, «κατ’ ἀναχαιτισμὸν τῶν προσδοκωμένων θορύβων» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολόγ. 6, σ. 380, Ἰω. Λυσ. περὶ Μην. 2. 15., 3. 52.