ἀπαγρίωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, reversion to wild state, Id.CP4.5.6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de asilvestrarse de una planta διὰ τὴν τροφὴν δὲ καὶ ἀργίαν Thphr.CP 4.5.6.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, die Verwilderung, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαγρίωσις: -εως, ἡ, ἡ μεταβολὴ εἰς ἀγρίαν κατάστασιν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 5, 6.