ἀπαθανατόω
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαθανατόω: ἀπαθανατίζω, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Πρ. 230.
Spanish (DGE)
hacer inmortal τοὺς ὄνους Oenom.12 (p.376), (τὸ βάπτισμα) τὸ γενόμενον ἐν ἀληθείᾳ ἀπαθανατοῖ ... ἡμᾶς Didym.Trin.39.716A.