ἀποφᾰτικὸς: ἡ, όν, (ἀπόφημι) ἀρνητικὸς, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ καταφατικὸς Ἀριστ. Κατηγ. 10. 14, κτλ. ἴδε τὴν λέξιν πρότασις. - Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 15, 4.