ἀππέμψει

English (LSJ)

rare poet. contr. for ἀποπέμψει, Od.15.83.

Spanish (DGE)

v. ἀποπέμπω.

German (Pape)

[Seite 337] für ἀποπέμψει, Od. 15, 83.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. fut. épq. de ἀποπέμπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀππέμψει: σπαν. ποιητ. συγκοπὴ ἀντὶ τοῦ ἀποπέμψει Ὀδ. Ο. 83.

English (Autenrieth)

see ἀποπέμπω.

Greek Monotonic

ἀππέμψει: Επικ. συνηρ. αντί ἀπο-πέμψει.