ἀπρόνοος

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Spanish (DGE)

-η, -ον
voc. ἀπρονόη (Σελήνη) imprevisible, PMag.4.2547 (pap.).