Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
ἀρχιληστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς λῃστρικῆς συμμορίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 10, 5, κτλ.