ἐμφατικῶς

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐμφᾰτικῶς: Sext. = ἐμφαντικῶς.

Spanish

enfáticamente, manifiestamente