ἐνοχλής
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Spanish (DGE)
-ές
molesto, que causa molestias de pers. ἐνοχλεῖς ἐγένοντο προς ἐμέ SB 14587.17 (IV d.C.).
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
-ές
molesto, que causa molestias de pers. ἐνοχλεῖς ἐγένοντο προς ἐμέ SB 14587.17 (IV d.C.).