ἐξάγγελσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, statement, Arist.Rh.Al.1426b26.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire connaître, rapport.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάγγελσις: εως ἡ сообщение, изложение (ἁμαρτημάτων καὶ ἀδικημάτων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγγελσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαγγέλλειν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 5. 1· ἐκφαντορίαν λέγει τὴν ἐξάγγελσιν Μάξιμος ἐν Σχολ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. σ. 5.
Greek Monolingual
ἐξάγγελσις, η (Α)
εξάγγελμα, εξαγγελία, έκθεση.