ἐρωτικοενήδονος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

ἐρωτικοενήδονος, -η, -ον (Μ)
αυτός που προκαλεί ερωτική ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + ενήδονος].