πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
ἐρωτικοενήδονος, -η, -ον (Μ)αυτός που προκαλεί ερωτική ηδονή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + ενήδονος].