ἐστραμμένος

Greek (Liddell-Scott)

ἐστραμμένος: -η, -ον, παθ. μετχ. τοῦ πρκμ. τοῦ στρέφω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 411: ἐπίρρ. -νως, διαφόρως, Θωμ. Μ. ἐν λ. περιβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐστραμμένος: эп. part. pf. pass. к στρέφω.