ἐφέηκα

English (LSJ)

Ep. for ἐφῆκα, v. ἐφίημι.

French (Bailly abrégé)

v. ἐφίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέηκα: эп. (= ἐφῆκα) aor. к ἐφίημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέηκα: Ἐπικ. ἀντὶ ἐφῆκα, ἴδε ἐν λ. ἐφίημι.

English (Autenrieth)

see ἐφίημι.

Greek Monotonic

ἐφέηκα: Επικ. αντί ἐφῆκα, αόρ. αʹ του ἐφίημι.