ἔμμαλος

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμαλος: -ον, ἔχων μαλλόν, ἐπὶ προβάτων, Λουκ. Κυνικ. 5.