ἔνδεινος

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεινος: -ον, = δεινός, Ὠριγ. IV, 409Β.

Spanish (DGE)

-ον
terrible neutr. sg. compar. como adv. terriblemente ἡ πόλις δὲ ἐνδεινότερον ἐξεπέπληκτο ὑπὸ δείματος Them.Or.4.56a.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδεινος: Hom. ap. Plut. = δεινός.